- Δόλιχ'
- Δόλιχαι , Δολίχηfem nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Δολίχ' — Δολίχᾱͅ , Δολίχη fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δολίχ' — δολιχά , δολιχός long neut nom/voc/acc pl δολιχά̱ , δολιχός long fem nom/voc/acc dual δολιχά̱ , δολιχός long fem nom/voc sg (doric aeolic) δολιχέ , δολιχός long masc voc sg δολιχαί , δολιχός long fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δόλιχ' — δόλιχε , δόλιχος the long course masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κελαινεγχής — κελαινεγχής, ές (Α) (ως επίθ. τού Αρη) αυτός που έχει δόρυ μαύρο από το αίμα, αυτός που έχει ματωμένο δόρυ. [ΕΤΥΜΟΛ. < κελαινός + εγχής < ἔγχος «δόρυ»), πρβλ. δολιχ εγχής, κεραυν εγχής] … Dictionary of Greek
μεγαλαύχην — μεγαλαύχην, ενος, ὁ, ἡ (Α) αυτός που έχει μεγάλο αυχένα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο) * + αὐχήν (πρβλ. δολιχ αύχην, μακρ αύχην)] … Dictionary of Greek
μενεγχής — μενεγχής, ές (Α) μεναίχμης*. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μεν τού μένω + εγχής (< ἔγχος «ακόντιο, κοντάρι»), πρβλ. δολιχ εγχής] … Dictionary of Greek
μονούατος — μονούατος, ον (Α) (για λαγήνι) μόνωτος*, αυτός που έχει μία μόνο λαβή, ένα χερούλι. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + ούατος (< οὖς «αφτί»), πρβλ. δολιχ ούατος, χρυσ ούατος] … Dictionary of Greek
οβριμόεις — ὀβριμόεις, εσσα, εν (Μ) όβριμος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄβριμος «ισχυρός, δυνατός» + κατάλ. όεις (πρβλ. δολιχ όεις)] … Dictionary of Greek